- ἐκδιωκόντων
- ἐκδιώκωchase awaypres part act masc/neut gen plἐκδιώκωchase awaypres imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νυκτίδαι — νυκτίδαι, ol (Α) [νυξ, νυκτός] (κατά τον Ησύχ.) «γένος τι τῶν τὰς λοιμικὰς νόσους ἐκδιωκόντων» … Dictionary of Greek